νεοζυξ

νεοζυξ
    νεόζυξ
    -ῠγος adj. Eur. = νεοζυγής См. νεοζυγης

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "νεοζυξ" в других словарях:

  • νεόζυξ — νεόζυξ, ὁ και ἡ (Α) νεοζυγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. μονό ζυξ] …   Dictionary of Greek

  • νεόζυγα — νέοζυξ newly married masc acc sg νεόζυγος newly yoked neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόζυγες — νέοζυξ newly married masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόζυγι — νέοζυξ newly married masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»